- καταβιβασμός
- καταβῐβ-ασμός, ὁ,II throwing of the accent forward, Sch.Od.5.248, Eust.1361.39:—also [full] καταβίβᾰσις, εως, ἡ, EM610.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταβιβασμός — decrease masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβιβασμός — ο (AM καταβιβασμός) [καταβιβάζω] 1. καταβίβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα, μείωση 2. φρ. γραμμ. «καταβιβασμός τόνου» το κατέβασμα τού τόνου προς το τέλος τής λέξεως, προς τη λήγουσα … Dictionary of Greek
καταβιβασμῷ — καταβιβασμός decrease masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβιβασμόν — καταβιβασμός decrease masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
REGRADATIO — Graece Καταβιβασμὸς, poena fuit militaris, civilis et canonica, cum quis a gradu dignitatis deiciebatur, vide Iac. Cuiacium ad lib. 12. Cod. tit. 17. leg. 3. Is. Casaubon. ad Aug. Suet. c. 24. Henricum Valesium, ad Ammian. l. 15. Gregorium Ml. l … Hofmann J. Lexicon universale
άλλοτε — επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες) (για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά αρχ. 1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος «ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν… … Dictionary of Greek
αερομέλι — το (Α ἀερόμελι, ιτος) μελιτώδες, κολλώδες και γλυκό έκκριμα τού εντόμου Coccus manniparus που παρασιτεί στα φυτά (φυτόψειρα). Άλλοτε τό χρησιμοποιούσαν συνήθως ως καθαρτικό. Σύμφωνα με το Ιστορ. Λεξ. Ακαδ. Αθ. πρόκειται για το «ἐκ τοῡ ἀέρος μέλι» … Dictionary of Greek
καταβίβαση — η (AM καταβίβασις) [καταβιβάζω] καταβιβασμός, κατέβασμα, χαμήλωμα αρχ. (ειδ.) η μεταφορά τού τόνου μιας λέξεως προς το τέλος, προς τη λήγουσα … Dictionary of Greek
οισπώτη — οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α) οίσπη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων ο ) και β συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. *σπωτη, η σύνδεση τού οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν… … Dictionary of Greek
υποστολή — η / ὑποστολή, ΝΜΑ [ὑποστέλλω] νεοελλ. 1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή τής σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων») 2. περιορισμός, ελάττωση, μείωση («υποστολή αξιώσεων») αρχ. 1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία 2. προσποίηση,… … Dictionary of Greek
ψύξη — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι σωματικές βλάβες, που προκαλούνται από το ψύχος. Οι βλάβες αυτές διακρίνονται σε τοπικές και σε γενικές. Οι πρώτες λέγονται συνήθως χείμεθλα ή κρυοπαγήματα. Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί μέχρι ποιο βαθμό… … Dictionary of Greek